- Θυρωρείο(ν)
- το швейцарская, привратницкая
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θυρωρείο — το (ΑΜ θυρωρεῑον, Μ και θυρώριον) [θυρωρός] νεοελλ. ο ιδιαίτερος χώρος δίπλα στην κύρια είσοδο στον οποίο διαμένει ο θυρωρός πολυκατοικίας, ξενοδοχείου, εργοστασίου, δημόσιου ή ιδιωτικού γραφείου μσν. αρχ. το οίκημα τού θυρωρού, το δωμάτιο ή το… … Dictionary of Greek
θυρωρείο — το ο ιδιαίτερος χώρος στην είσοδο πολυκατοικίας και δημοσίων κτιρίων στον οποίο μένει ο θυρωρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Рицос, Яннис — Яннис Рицос Γιάννης Ρίτσος … Википедия
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek
Γλας — Ακρόπολη της ύστερης μυκηναϊκής περιόδου στην περιοχή της Κωπαΐδας. Υποστηρίχθηκε άλλοτε πως πρόκειται για την ομηρική πόλη Άρνη. Η σημερινή ονομασία της προέρχεται από την τουρκική λέξη γουλάς που σημαίνει κάστρο. Ο Γ. είναι οχυρωμένος με… … Dictionary of Greek
Ρίτσος, Γιάννης — (Μονεμβασία 1909 – 1990). Ποιητής. Φοίτησε στο δημοτικό της γενέτειράς του και τελείωσε το γυμνάσιο στο Γύθειο. Το 1926, έπειτα από σύντομη διαμονή στην Αθήνα, γύρισε στη Μονεμβασία. Λόγοι υγείας όμως τον ανάγκασαν να καταφύγει σε διάφορα… … Dictionary of Greek